- ἀνδρογένεια
- ἀνδρο-γένεια, ἡ, (γένος) , κατ' ἀνδρογενείην of descent byA the man's side, Hp.Ep.27;
πρεσβύτατος κατ' ἀ. SIG1044.20
(Halic.), cf. 1106.25 ([place name] Cos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεσβύτατος κατ' ἀ. SIG1044.20
(Halic.), cf. 1106.25 ([place name] Cos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανδρογένεια — ἀνδρογένεια, η (Α) κατ’ αρρενογονία, από αρρενογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανδρογενής < ανήρ, ανδρός + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
ἀνδρογένεια — the man s side fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογενείας — ἀνδρογενείᾱς , ἀνδρογένεια the man s side fem acc pl ἀνδρογενείᾱς , ἀνδρογένεια the man s side fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογένειαν — ἀνδρογένεια the man s side fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)